- σιτοειδής
- -ές, Ν1. αυτός που μοιάζει με σιτάρι2. το ουδ. ως ουσ. το σιτοειδέςπαλαιότερη ονομασία τού φυτού κέγχρος, το κεχρί3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σιτοειδήπαλαιότερη ονομασία τών αγρωστωδών.[ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + -ειδής*. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Γαλλοελληνικόν και Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Σκαρλ. Βυζαντίου].
Dictionary of Greek. 2013.